μαστίγωμα

μαστίγωμα
το
1. η ενέργεια τού μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο
2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός
3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαστίγωμα — το χτύπημα με μαστίγιο, η μαστίγωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπληκτος — η, ο (AM ἄπληκτος, ον) [πλήττω] αυτός που δεν έχει πληγωθεί ή κτυπηθεί αρχ. 1. (για άλογα) αυτός που δεν χρειάζεται μαστίγωμα ή κέντρισμα 2. (για φυτά) αβλαβής …   Dictionary of Greek

  • βουρδούλισμα — το 1. χτύπημα με βούρδουλα, μαστίγωμα 2. διαπόμπευση …   Dictionary of Greek

  • διαμαστίγωση — η (Α διαμαστίγωσις, εως) [διαμαστιγώ] σκληρή μαστίγωση, σκληρό μαστίγωμα αρχ. «διαμαστίγωσις μέχρι θανάτου» πολλές φορές μαστίγωση τών εφήβων τής Σπάρτης πάνω στον βωμό τής Όρθιας Αρτέμιδος κατά την ετήσια εορτή τής θεάς …   Dictionary of Greek

  • καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… …   Dictionary of Greek

  • μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …   Dictionary of Greek

  • μαστίγωση — η (Α μαστίγωσις, εως) [μαστιγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστιγώνω, δαρμός, χτύπημα με μαστίγιο, μαστίγωμα 2. είδος ποινής σε διάφορες εποχές 3. είδος ιεροτελεστίας κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • μαστιγία — μαστιγία, ἡ (Α) 1. η μάστιγα ή το μαστίγωμα 2. είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στη μαγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + κατάλ. ία (πρβλ. κοκκυγ ία)] …   Dictionary of Greek

  • πέπων — ο / πέπων, ον, ΝΑ νεοελλ. η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι αρχ. 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος 2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός 3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση 4. ήπιος …   Dictionary of Greek

  • φλάγελλα — ἡ, Α μαστίγωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagellum «μαστίγιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”